Κυριακή 29 Ιουλίου 2007

Νεοέλλην ο κοινός (Graecum Vulgaris)


"Ο ΚΑΙΡΟΣ"


"ΥΓ «Τι σ' έπιασε και τα 'χεις βάλει με το λαό τελευταία», με ρώτησε ο Κώστας απορημένος. «Είναι που βαρέθηκα να τον βλέπω να υποφέρει, να ξεφτιλίζεται, να υποκλίνεται, να είναι ηττημένος, ενώ μπορεί να είναι νικητής», του είπα. Με κοίταξε με το γνωστό φρύδι μισοσηκωμένο, οπότε απόσωσα: «Ακου να δεις. Δεν χρωστάνε τίποτε όσοι πασχίζουν και συναισθάνονται να υφίστανται τη βία και τη συμφορά που προκαλούν οι υπόλοιποι καθημερινά γύρω τους. Εγώ θέλω το λαό, κι εμένα μαζί του, κυρίαρχο κι όχι δούλο των λαμόγιων. Κατάλαβες;» Είχε καταλάβει από πριν.

Παρ' όλο που είναι τραγικό, θλιβερό και εξοργιστικό να βλέπει κανείς τη χώρα να καίγεται, αν το σκεφτεί καλά και ρεαλιστικά, ο πόνος του είναι προσωπικός και πέρα από το προσωπικό δεν έχει κανένα νόημα.

Εξηγούμαι: Η φωτιά, παρ' όλο που είναι μια ατομική έκφραση -ένας τη βάζει, άντε μια συμμορία- χρειάζεται μια κοινωνική αντιμετώπιση. Και όχι την ώρα της πυρκαγιάς. Πολύ πριν.

Χρειάζεται συνεργασία πολλών παραγόντων και πολλών τοπικών κοινωνιών. Ακριβώς ό,τι δεν έχει η ελληνική κοινωνία.

Η ελληνική κοινωνία λατρεύει με πάθος τις Θερμοπύλες και αδιαφορεί για τις Πλαταιές. Ηδονίζεται να κερδίζει κύπελλα και μετάλλια σαν αουτσάιντερ και σιχαίνεται να δημιουργεί υψηλά επίπεδα, που να είναι διαρκώς φαβορί. Τρελαίνεται, εν κατακλείδι, να είναι μονίμως Δαυίδ και ανάμεσα σε εκατό σφαλιάρες που τρώει, να ρίχνει και καμιά πέτρα σε κανένα Γολιάθ.

Η Ελλάδα ηδονίζεται να κηδεύει τους λίγους ήρωες πιλότους, πυροσβέστες, εθελοντές, και μισεί να συνεισφέρει από πριν, απ' το περίσσευμά της, για να μην κηδεύει κανέναν. Αν δεν κηδεύει, δεν υπάρχει.

Ετσι είναι, από τον πόλεμο και τον αθλητισμό, μέχρι τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές. Από τα ψώνια στη λαϊκή, μέχρι μέσα στη δουλειά που δουλεύουμε. Η συλλογική συνεισφορά είναι όχι απλώς άγνωστη, αλλά κατάπτυστη. Πάνω απ' όλα είναι η ατομική προσφορά πέρα και από τα νόμιμα, και από τα συναδερφικά, και από τα αποτελεσματικά.

Γι' αυτούς που προσφέρουν, βέβαια. Γιατί και η ατομική προσφορά, ακόμα και τέτοιου είδους, είναι καταδικαστέα από τη συντριπτική πλειοψηφία των σταρχιδιστών, που περιφρονητικά και σκωπτικά παρατηρούν:

«Ελα καημένε. Εσύ θα βγάλεις το φίδι απ' την τρύπα;»
Υπάρχει ένας νόμος στη συμπεριφορά των ζώντων. Η σφοδρότητα με την οποία υπερασπίζεσαι κάτι μαρτυράει και την πολυτιμότητα που αισθάνεσαι γι' αυτό που υπερασπίζεσαι.

Πότε υπερασπίστηκε η ελληνική κοινωνία τα δάση της; Ποτέ. Οχι μόνο αυτό. Αλλά διαρκώς συγκεντρωνόμενη στις πόλεις, αυτό που έκανε και κάνει κατά κόρον είναι να εχθρεύεται καθετί που έχει κορμό ξύλινο, προτιμώντας να το θυσιάσει στην ανάπτυξη του σπιτιού της. Κοινώς τρώει τα δάση.

Πότε δημιούργησε η ίδια αποτελεσματικές ομάδες δασοπυρόσβεσης; Ποτέ. Τους δασοπυροσβέστες τους είχε και τους έχει καταγραμμένους ως διορισμένους υπαλλήλους, όχι ως αποτελεσματικούς επαγγελματίες.

Πότε δημιούργησε ομάδες εθελοντών κατοίκων για δασοπυρόσβεση, ομάδες σεισμών και πρώτης βοήθειας; Ποτέ. Ο καθένας κοιτάει να βολέψει τα μικροσυμφέροντά του, και την ώρα της καταστροφής ψάχνει να κατηγορήσει την αβελτηρία της κρατικής μηχανής, στην οποία αυτός ο ίδιος έχει διορίσει το γιο του και την κόρη του με μοναδικό γνώμονα να λουφάρει σε βάρος του δημόσιου -δηλαδή του κοινού μας- κουμπαρά. Με μοναδικό γνώμονα να προσφέρει τα ελάχιστα έως τίποτε.

Ο θρήνος της ελληνικής κοινωνίας για τις καμένες περιουσίες και τα δάση της είναι ο θρήνος του άφρονα και του υποκριτή. Αν ήθελε, αν ενδιαφερόταν, αν πονούσε πραγματικά όσα τώρα εκ των υστέρων θρηνεί, θα είχε προνοήσει. Θα είχε νοιαστεί. Θα είχε οπλιστεί. Θα ενδιαφερόταν από πριν.

Σε πόσα από τα 14.000 χωριά της Ελλάδας και τους δήμους οι κάτοικοι έχουν συγκεντρωθεί και έχουν οργανωθεί απέναντι στις δύο βασικές απειλές της ελληνικής γης: τους σεισμούς και τις πυρκαγιές. Σε πόσα δεν σιγοκαίνε οι χωματερές των σκουπιδιών τους, δεν είναι τ' αμάζευτα τα ξερά χόρτα και κλαριά παντού, δεν υπάρχει ούτε ένας πυροσβεστικός κρούνος σ' όλη την ύπαιθρο.

Σε πόσα χωριά και δήμους έχουν αποφασίσει, ότι αν πιάσει φωτιά το δάσος ή ο ελαιώνας, το βυτίο με το νερό θα πάει εκεί, οι χωριανοί με τα σκαπτικά θα πάνε εκεί, οι λίγοι νέοι ως εθελοντές πυροσβέστες του χωριού, που έχουν εκπαιδευτεί τους χειμώνες γι' αυτό, θα πάνε εκεί, ο τρελός του χωριού θα χτυπήσει τις καμπάνες, ο κυρ Γιάννης θα μαζέψει με τον κυρ Ανέστη τους γέρους και τους ανήμπορους με τ' αμάξια και θα τους πάνε εκεί, ο δάσκαλος θα μαζέψει με τον παπά τα παιδιά στην αυλή του σχολείου, τα πηγάδια από τα σπίτια θα τα χειριστούν αυτοί κι αυτοί και οι ποτιστικοί σωλήνες θα γίνουν μάνικες.

Σε πόσα χωριά και δήμους οι κάτοικοι είναι ενεργοί και επιστρατευμένοι, αντί να είναι ένα μπουλούκι αλλόφρον, μεταξύ ανοργανωσιάς, φιλοτομαρισμού και ηρωικής αυτοθυσίας;

Εχω παραστεί μάρτυρας, όχι μια και δυο φορές, που εμείς οι ξένοι τρέχαμε στο βουνό να σβήσουμε τις φωτιές με κανένα περαστικό βυτίο ή πυροσβεστικό και παραδίπλα οι ντόπιοι ήταν αραχτοί στο καφενείο και χάζευαν το θέαμα! Στα παληά τους τα παπούτσια ο ίδιος τους ο τόπος.

Ολα εδώ τα περιμένει κανείς απ' το κράτος. Ποιο κράτος. Αυτό, που ο ίδιος ο μέσος πολίτης το έχει αφοπλίσει με τα ρουσφέτια του, την αναξιοκρατία του, την κομματαρχία του. Βρίζει για την ανικανότητα των πυροσβεστών να φυλάξουν μια φωτιά που ξαναφουντώνει και καίει ένα νομό, την ώρα που ο ίδιος έχει κάνει τα πάντα για να διορίσει τον ανίκανο για πυροσβέστη συγγενή του στη θέση ενός ικανότερου. Κι αυτό συμβαίνει σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Που καταντάει, έτσι, δημόσια, αλλά όχι ζωή.

Ο Δ. Δρίτσας, επίτιμος γ. διευθυντής του Λογιστηρίου του Κράτους και τ. γραμματέας Θησαυροφυλακίου-Προϋπολογισμού, που ξέρει από τα μέσα καλύτερα απ' όλους τι γίνεται στο Δημόσιο, το οποίο επικαλούνται κάθε τρεις και δύο οι Ελληνες για να κάνουν τη δουλειά τους, γράφει:

«Στη χώρα μας, διαχωριστικές γραμμές μεταξύ κυβέρνησης - διοίκησης και κόμματος δεν υπάρχουν. Εκ των πραγμάτων ένας είναι ο κυρίαρχος: το κόμμα. Οι κλαδικές οργανώσεις μέσα στη διοίκηση, μέσα στις υπηρεσίες. Αυτές κατ' ουσίαν, προάγουν, μεταθέτουν και τοποθετούν τους υπαλλήλους στα διάφορα πόστα από τον βαθμό του κλητήρα ώς του γενικού διευθυντή. Αυτές έχουν το πάνω χέρι παντού. Και βέβαια μέσα σ' αυτό το περιβάλλον οι γνώσεις, η αξιοσύνη και η εμπειρία πνίγονται στις κομματικές σκοπιμότητες. Και οι πολιτικοί; Οι υπουργοί; Απλοί θεατές».


Μπα; Αυτές οι κλαδικές είναι μυστικές; Είναι εκτός λαού; Είναι στο απυρόβλητο; Και ο λαός τι κάνει;

Εξω απ' την Ελλάδα στην ξενιτιά, σε κάθε πόλη, που έχει ελληνική κοινότητα, από την Αυστραλία στον Καναδά κι από την Γερμανία στην Τασκένδη, βάζουν όλοι από το υστέρημά τους και χτίζουν τις εκκλησίες και τα σχολειά τους και τις λέσχες τους και τα ιδρύματά τους. Συχνά πληρώνουν οι ίδιοι τους δασκάλους για να μάθους τα παιδιά τους ελληνικά. Δεν περιμένουν ούτε από το εκεί Δημόσιο, ούτε από το εδώ για να κάνουν τις δουλειές τους. Οι ανάγκες τρέχουν.

Εδώ δεν τρέχει τίποτε. Μόνο άμα φτάσει η φωτιά στην αυλή του σπιτιού μας τρέχει. Και τότε εκτυλίσσονται σκηνές αλλοφροσύνης, ανάκατα με βλακεία και ηρωισμό. Το φαΐ μας.

Οι Αγγλοι διαλύσαν τις φυλές της Αφρικής και της Αμερικής, γιατί εκείνες στηριζόντουσαν στη γενναιότητα και την παλικαριά, ενώ εκείνοι στον προγραμματισμό και την πρόγνωση.

Ο προγραμματισμός και η πρόγνωση, όμως, χρειάζονται δουλειά ολοχρονίς, δεν είναι της στιγμής. Κι εμείς δεν είμαστε για τέτοια! Είμαστε για το «αύριο έχει ο Θεός».

Ναι. Εμείς δεν έχουμε. "


Γ. Παπαδόπουλος Τετράδης tetradis@enet.gr


Πηγή:ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 29/07/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: